- κατοπτροποιείο
- τοεργαστήριο κατασκευής κατόπτρων.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάτοπτρον + -ποιείο(ν) (< -ποιός < ποιώ), πρβλ. κηρο-ποιείον, οινο-ποιείον. Η λ., στον λόγιο τ. κατοπτροποιείον, μαρτυρείται από το 1890 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.